δρυοτόμος

δρυοτόμος
δρῠο-τόμος, ,
A = δρυτόμος, Aesop. 35, Gal.13.573, etc. [δρῡ- v.l. in Q.S.1.250.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δρυοτόμος — δρυοτόμος, ο (AM) ο ξυλοκόπος …   Dictionary of Greek

  • δρυοτόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμοι — δρυοτόμος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμον — δρυοτόμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμου — δρυοτόμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμους — δρυοτόμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμων — δρυοτόμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμῳ — δρυοτόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”